Πετρουπολίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Πετρουπολίτης < Πετρούπολ(η) + -ίτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pe.tɾu.poˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐τρου‐πο‐λί‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πετρουπολίτης αρσενικό (θηλυκό Πετρουπολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, δημότης ή αυτός που κατάγεται από την Πετρούπολη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Πετροπουλιώτης (σπάνιο, κυρίως προφορικό)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πετρουπολίτικος
- → και δείτε τη λέξη Πετρούπολη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πετρουπολίτης
|