Πολυπόταμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πολυπόταμος οι Πολυπόταμοι
      γενική του Πολυποτάμου των Πολυποτάμων
    αιτιατική τον Πολυπόταμο τους Πολυποτάμους
     κλητική Πολυπόταμε Πολυπόταμοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πολυπόταμος < πολυ- + ποταμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.liˈpo.ta.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πο‐λυ‐πό‐τα‐μος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πολυπόταμος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]