Πρασούδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πρασούδα οι Πρασούδες
      γενική της Πρασούδας
    αιτιατική την Πρασούδα τις Πρασούδες
     κλητική Πρασούδα Πρασούδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πρασούδα < πράσ(ο) + -ούδα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾaˈsu.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πρα‐σού‐δα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πρασούδα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]