πράσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πράσο | τα | πράσα |
γενική | του | πράσου | των | πράσων |
αιτιατική | το | πράσο | τα | πράσα |
κλητική | πράσο | πράσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πράσο < αρχαία ελληνική πράσον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πράσο ουδέτερο
- (λαχανικό) ποώδες, διετές, ιθαγενές φυτό που ανήκει στο γένος Άλλιο της οικογένειας των Λειριοειδών, χρησιμοποιείται στην μαγειρική και συγγενεύει με το κρεμμύδι
- (ειδικότερα) το στέλεχος του φυτού αυτού χωρίς το βολβό
- (συνήθως στον πληθυντικό)
- (συνεκδοχικά, γαστρονομία) το φαγητό που γίνεται με πράσα
- (μεταφορικά) μαλλιά ίσια
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- πιάνω στα πράσα: τον πιάνω επ' αυτοφώρω τη στιγμή που κάνει κάτι που δεν πρέπει
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πράσο
|
πιάνω κάποιον στα πράσα