Σεργουνιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σεργουνιώτισσα < Σεργουνιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /seɾ.ɣuˈɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σερ‐γου‐νιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σεργουνιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σεργουνιώτης
- προσωνυμία της Παναγίας σε μονή στη Λήμνο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Σεργούνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σεργουνιώτης
Σεργουνιώτισσα
|