Σινασίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σινασίτισσα οι Σινασίτισσες
      γενική της Σινασίτισσας των Σινασιτισσών
    αιτιατική τη Σινασίτισσα τις Σινασίτισσες
     κλητική Σινασίτισσα Σινασίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σινασίτισσα < Σινασίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.naˈsi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σι‐να‐σί‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σινασίτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σινασίτης
  2. προσωνυμία εικόνας της Παναγίας από τη Σινασό της Καππαδοκίας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σινασίτης