Σινασίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σινασίτισσα < Σινασίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.naˈsi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σι‐να‐σί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σινασίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σινασίτης
- προσωνυμία εικόνας της Παναγίας από τη Σινασό της Καππαδοκίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Σινασός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σινασίτης
Σινασίτισσα
|