Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σκληπιός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σκληπιός οι Σκληπιοί
      γενική του Σκληπιού των Σκληπιών
    αιτιατική τον Σκληπιό τους Σκληπιούς
     κλητική Σκληπιέ Σκληπιοί
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σκληπιός < παραφθορά του Ασκληπιός[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /skliˈpços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκληπιός

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σκληπιός αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Γεώργιος, Άγιος (Σκληπιός) στον Καρελά, Βυζαντινά Μνημεία Αττικής, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών