Σκυπετάρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σκυπετάρος οι Σκυπετάροι
      γενική του Σκυπετάρου των Σκυπετάρων
    αιτιατική τον Σκυπετάρο τους Σκυπετάρους
     κλητική Σκυπετάρε Σκυπετάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sci.peˈta.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκυ‐πε‐τά‐ρος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σκυπετάρος αρσενικό

  • (παρωχημένο, εθνικό όνομα) άλλη γραφή του Σκιπετάρος
    ※  Οι Σκυπετάροι, οι επονομαζόμενοι από τους ιστορικούς Ηπειρώτες, είναι οι σημερινοί κάτοικοι μιας ένδοξης όσο και η Σπάρτη πόλης. Προσκολλημένοι στους Βενετούς ως εφεδρικά τάγματα, πότε υπερασπιστές του Μοριά και πότε κατακτητές του, αλλά πάντοτε πιστοί στη χριστιανική θρησκεία, οι ξένοι αυτοί συγκροτούν έναν πληθυσμό δέκα χιλιάδων ανθρώπων, που χρόνο με το χρόνο αυξάνεται και προοδεύει.
    Άργος – Φραγκίσκου Πουκεβίλ (Pouqueville, François Charles Hugues Laurent), Αργολική Βιβλιοθήκη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]