Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σμόκοβο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σμόκοβο τα Σμόκοβα
      γενική του Σμόκοβου
& Σμοκόβου
των Σμόκοβων
& Σμοκόβων
    αιτιατική το Σμόκοβο τα Σμόκοβα
     κλητική Σμόκοβο Σμόκοβα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σμόκοβο < σλαβικής προέλευσης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈzmo.ko.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σμόκοβο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σμόκοβο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ΦΕΚ 206 Α, 28 Σεπτεμβρίου 1927
  2. ΦΕΚ 306 Α, 22 Δεκεμβρίου 1927