Σπάιντερμαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σπάιντερμαν < αγγλικά: Spider-Man, κυριολεκτικά: ο άνθρωπος αράχνη, spiderman (εργάτης που αναρριχάται για εκτέλεση εργασιών όπως ο εναερίτης), → δείτε τις λέξεις spider και man
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈspai̯.deɾ.man/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σπάιντερμαν άκλιτο
- όνομα ήρωα κόμικς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σπάιντερμαν
|