Σπηλιαζέζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σπηλιαζέζα οι Σπηλιαζέζες
      γενική της Σπηλιαζέζας
    αιτιατική τη Σπηλιαζέζα τις Σπηλιαζέζες
     κλητική Σπηλιαζέζα Σπηλιαζέζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σπηλιαζέζα < αρβανίτικη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /spi.ʎaˈze.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπη‐λια‐ζέ‐ζα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σπηλιαζέζα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]