Στενόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Στενόν | τὰ | Στενά | ||||
γενική | τοῦ | Στενοῦ | τῶν | Στενῶν | ||||
δοτική | τῷ | Στενῷ | τοῖς | Στενοῖς | ||||
αιτιατική | τὸ | Στενόν | τὰ | Στενά | ||||
κλητική ὦ! | Στενόν | Στενά | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'φυτόν' όπως «φυτόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Στενόν ουδέτερο (καθαρεύουσα)