Συριανοχώρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Συριανοχώρι | τα | Συριανοχώρια |
γενική | του | Συριανοχωρίου | των | Συριανοχωρίων |
αιτιατική | το | Συριανοχώρι | τα | Συριανοχώρια |
κλητική | Συριανοχώρι | Συριανοχώρια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Συριανοχώρι < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Συριανοχώρι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Συριανοχώρι
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μίλι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Κύπρου (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Κύπρου (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)