Σχίζαλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σχίζαλη | οι | Σχίζαλες |
γενική | της | Σχίζαλης | — | |
αιτιατική | τη | Σχίζαλη | τις | Σχίζαλες |
κλητική | Σχίζαλη | Σχίζαλες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σχίζαλη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsçi.za.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σχί‐ζα‐λη
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σχίζαλη θηλυκό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ρίγανη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Εύβοιας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)