Τηνιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τηνιακός οι Τηνιακοί
      γενική του Τηνιακού των Τηνιακών
    αιτιατική τον Τηνιακό τους Τηνιακούς
     κλητική Τηνιακέ Τηνιακοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τηνιακός < Τήνος + -ιακός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ti.ɲaˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τη‐νια‐κός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Τηνιακός αρσενικό (θηλυκό Τηνιακή ή Τηνιακιά)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]