Φινλανδή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φινλανδή < Φινλανδ(ός) + -ή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Φινλανδή θηλυκό
- (εθνικό όνομα) αυτή που κατάγεται από τη Φινλανδία ή έχει φινλανδική υπηκοότητα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Φινλανδέζα (οικείο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Φινλανδός
Φινλανδή