Φινλανδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φινλανδία | οι | Φινλανδίες |
γενική | της | Φινλανδίας | των | Φινλανδιών |
αιτιατική | τη | Φινλανδία | τις | Φινλανδίες |
κλητική | Φινλανδία | Φινλανδίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Φινλανδία < (άμεσο δάνειο) γαλλική Finlande < σουηδική Finland < παλαιά νορβηγική Finnland (η χώρα των Φίννων) < πιθανόν αρχαία γερμανική finna ή fenna (λέπι, πτερύγιο ψαριού) που χρησιμοποιούσαν για τα ενδύματά τους[1] < με πρωτογερμανική προέλευση + land (χώρα)
- Δείτε και το λατινικό Fenni ή Finni, όνομα που χρησιμοποίησε ο Tάκιτος για να ονομάσει τους λαούς της Σκανδιναβίας. Ή ακόμα από το ελληνικό Φίννοι (κατά τον Πτολεμαίο)
- Το ενδώνυμο Suomi, αβέβαιου ετύμου.
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Φινλανδία θηλυκό
- χώρα της βόρειας Ευρώπης που εκτείνεται στη Σκανδιναβική Χερσόνησο, με πρωτεύουσα το Ελσίνκι, γλώσσα τη φινλανδική και επίσημο νόμισμα το ευρώ
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κατηγορία:Πόλεις της Φινλανδίας (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Πόλεις της Φινλανδίας (φινλανδικά) στο Βικιλεξικό
- Φινλανδία στη Βικιπαίδεια
- Φινλανδία στα Βικιταξίδια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Φινλανδία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σουηδικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά νορβηγικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (νέα ελληνικά)
- Χώρες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)