Φουρνά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φουρνά οι Φουρνές
      γενική της Φουρνάς των Φουρνών
    αιτιατική τη Φουρνά τις Φουρνές
     κλητική Φουρνά Φουρνές
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φουρνά < φούρνος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fuɾˈna/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φουρ‐νά

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φουρνά θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]