άψα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άψα | οι | άψες |
γενική | της | άψας | των | αψών |
αιτιατική | την | άψα | τις | άψες |
κλητική | άψα | άψες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]άψα θηλυκό
- άλλη μορφή του άψη