έχμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έχμα | τα | έχματα |
γενική | του | έχματος | των | εχμάτων |
αιτιατική | το | έχμα | τα | έχματα |
κλητική | έχμα | έχματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έχμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έχμα ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, επίσημο, σπάνιο) σχοινί ή μεταλλικό τεμάχιο το οποίο χρησιμοποιείται στα πλοία για πρόσδεση λεμβών, στερέωση φορτίων και αντικειμένων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- τρίγκα (καθομιλουμένη)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έχμα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Επίτομον εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν (1935). Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, σελ. 1247.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)