αβάθεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβάθεια | ||
γενική | της | αβάθειας | ||
αιτιατική | την | αβάθεια | ||
κλητική | αβάθεια | |||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβάθεια < αβαθής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβάθεια θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβάθεια