αγκορτσιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκορτσιά οι αγκορτσιές
      γενική της αγκορτσιάς των αγκορτσιών
    αιτιατική την αγκορτσιά τις αγκορτσιές
     κλητική αγκορτσιά αγκορτσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκορτσιά < α- + γκορτσιά. Για την ανάπτυξη του α- σε ιδιωματικούς όρους, δείτε • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγκορτσιά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • γκοριτσιά - Ἱστορικὸν Λεξικὸν τῆς Νέας Ἑλληνικῆς, τῆς τε κοινῶς ὁμιλουμένης καὶ τῶν ἰδιωμάτων (ΙΛΝΕ) της Ακαδημίας Αθηνών, online έως το λήμμα «δαχτυλωτός» (αναζήτηση, βραχυγραφίες). Έντυπη έκδοση: επτά τόμοι (1933‑2022) ως το λήμμα «δόγης»</ref>