αγκύρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγκύρωση | οι | αγκυρώσεις |
γενική | της | αγκύρωσης* | των | αγκυρώσεων |
αιτιατική | την | αγκύρωση | τις | αγκυρώσεις |
κλητική | αγκύρωση | αγκυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγκυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκύρωση < άγκυρ(α) + -ωση, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Verankerung ή την αγγλική anchoring
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκύρωση θηλυκό
- (μηχανική) η σύνδεση δύο υλικών στερεής κατάστασης με μεταλλικό (συνήθως) συνδετικό υλικό
- (πληροφορική) η τοποθέτηση και το κλείδωμα της θέσης ενός αντικειμένου (γραφικό, πίνακας κ.λπ.) σ' ένα έγγραφο επεξεργασίας κειμένου στον υπολογιστή καθώς και το σημαδάκι μιας άγκυρας που συνήθως εμφανίζεται και δείχνει τη θέση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άγκυρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωση (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μηχανική (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)