αγουστιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγουστιά | οι | αγουστιές |
γενική | της | αγουστιάς | των | αγουστιών |
αιτιατική | την | αγουστιά | τις | αγουστιές |
κλητική | αγουστιά | αγουστιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγουστιά θηλυκό
- η έλλειψη γούστου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγουστιά
|