αγροτόσπιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγροτόσπιτο ουδέτερο
- σπίτι κατάλληλα διαμορφωμένο για να μείνει μια οικογένεια αγροτών
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγροτόσπιτο
|