αδυνατότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδυνατότητα οι αδυνατότητες
      γενική της αδυνατότητας των αδυνατοτήτων
    αιτιατική την αδυνατότητα τις αδυνατότητες
     κλητική αδυνατότητα αδυνατότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αδυνατότητα < α- + δυνατότητα < δυνατός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αδυνατότητα θηλυκό

  • η έλλειψη δυνατότητας
    Είναι αυτό το κενό, η απόσταση ανάμεσα στη ροή των γεγονότων και την ποιητική μετουσίωσή τους, αυτή η αδυνατότητα μιας συνολικής καταγραφής της πραγματικότητας που θεματοποιείται από τον Αρβανίτη. (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]