αεροπονική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αεροπονική | οι | αεροπονικές |
γενική | της | αεροπονικής | των | αεροπονικών |
αιτιατική | την | αεροπονική | τις | αεροπονικές |
κλητική | αεροπονική | αεροπονικές | ||
Σύνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροπονική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου αεροπονικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροπονική θηλυκό
- (νεολογισμός) (βοτανική) η αεροπονία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροπονική
→ δείτε τη λέξη αεροπονία |