αζωτοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αζωτοποίηση | οι | αζωτοποιήσεις |
γενική | της | αζωτοποίησης* | των | αζωτοποιήσεων |
αιτιατική | την | αζωτοποίηση | τις | αζωτοποιήσεις |
κλητική | αζωτοποίηση | αζωτοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αζωτοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αζωτοποίηση < άζωτο + -ο- + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική nitrification ή γαλλική nitrification)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αζωτοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αζωτοποίηση
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιοχημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)