αιθυλεστέρας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιθυλεστέρας < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική ethylester
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιθυλεστέρας αρσενικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιθυλεστέρας