αιμομίχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιμομίχτης < αιμομίκτης με τροπή [k > x]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.moˈmix.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μο‐μί‐χτης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιμομίχτης αρσενικό
- άλλη μορφή του αιμομίκτης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμομίχτης
→ δείτε τη λέξη αιμομίκτης |