αιχμαλώτιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιχμαλώτιση | οι | αιχμαλωτίσεις |
γενική | της | αιχμαλώτισης* | των | αιχμαλωτίσεων |
αιτιατική | την | αιχμαλώτιση | τις | αιχμαλωτίσεις |
κλητική | αιχμαλώτιση | αιχμαλωτίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιχμαλωτίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιχμαλώτιση < αἰχμαλώτισις < αρχαία ελληνική αιχμαλωτίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιχμαλώτιση θηλυκό
- ο αιχμαλωτισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αιχμαλωτίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιχμαλώτιση
|