Μετάβαση στο περιεχόμενο

ακτινοδέσμη

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακτινοδέσμη οι ακτινοδέσμες
      γενική της ακτινοδέσμης των (ακτινοδεσμών)
    αιτιατική την ακτινοδέσμη τις ακτινοδέσμες
     κλητική ακτινοδέσμη ακτινοδέσμες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ακτινοδέσμη < ακτινο- + δέσμη  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ακτινοδέσμη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]