αλοίφωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλοίφωμα τα αλοιφώματα
      γενική του αλοιφώματος των αλοιφωμάτων
    αιτιατική το αλοίφωμα τα αλοιφώματα
     κλητική αλοίφωμα αλοιφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλοίφωμα < αλοιφώ(νω) + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈli.fo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λοί‐φω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλοίφωμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του αλοιφώνω, το γάνωμα
    ※  Μπροστά σε μια νέα πλέον πραγματικότητα, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Εθνικός Οργανισμός Ελληνικής Χειροτεχνίας (Ε.Ο.Ε.Χ.) εγκαινίασε ένα πρόγραμμα για την ενίσχυση των χειροτεχνικών επαγγελμάτων, όπως της υφαντικής, της ξυλογλυπτικής και της κεραμικής. Το τελευταίο περιελάμβανε τη μελέτη νέων σχημάτων, τη χρήση νέων υλικών αλοιφώματος καθώς και τρόπων παραγωγής πηλού.
    Κεραμική παράδοση Σίφνου-Ιστορικά στοιχεία για το στοιχείο ΑΠΚ, Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ελλάδας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]