αλουμινάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλουμινάς οι αλουμινάδες
      γενική του αλουμινά των αλουμινάδων
    αιτιατική τον αλουμινά τους αλουμινάδες
     κλητική αλουμινά αλουμινάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλουμινάς < αλουμίνιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλουμινάς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ο έμπορος ή κατασκευαστής ειδών από αλουμίνιο
  2. (ειδικότερα) τεχνίτης που ασχολείται με την κατασκευή και τοποθέτηση κουφωμάτων από αλουμίνιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]