αμορφωσιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμορφωσιά οι αμορφωσιές
      γενική της αμορφωσιάς των αμορφωσιών
    αιτιατική την αμορφωσιά τις αμορφωσιές
     κλητική αμορφωσιά αμορφωσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμορφωσιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμορφωσιά θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]