αμορφωσιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμορφωσιά | οι | αμορφωσιές |
γενική | της | αμορφωσιάς | των | αμορφωσιών |
αιτιατική | την | αμορφωσιά | τις | αμορφωσιές |
κλητική | αμορφωσιά | αμορφωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμορφωσιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμορφωσιά θηλυκό
- η αγραμματοσύνη, το να είναι κάποιος αγράμματος, χωρίς μόρφωση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμορφωσιά
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)