αναζωπυρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναζωπυρώ < ελληνιστική κοινή ἀναζωπυρόω / ἀναζωπυρῶ < αρχαία ελληνική ἀναζωπυρέω / ἀναζωπυρῶ < ἀνά + ζώπυρον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.zo.piˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐ζω‐πυ‐ρώ
Ρήμα[επεξεργασία]
αναζωπυρώ (παθητική φωνή: αναζωπυρούμαι)
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) άλλη μορφή του αναζωπυρώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναζωπυρώ
|