αναπλειστηριασμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναπλειστηριασμός < αναπλειστηριάζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναπλειστηριασμός αρσενικό
- ο εκ νέου πλειστηριασμός, η επανάληψη ενός αναβληθέντος ή ακυρωθέντος πλειστηριασμού
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αναπλειστηριάζω
- → δείτε τις λέξεις ανά, πλειστηριασμός και πλείστος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναπλειστηριασμός
|