ανθίβολο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανθίβολο τα ανθίβολα
      γενική του ανθιβόλου
ανθίβολου
των ανθιβόλων
    αιτιατική το ανθίβολο τα ανθίβολα
     κλητική ανθίβολο ανθίβολα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθίβολο < μεσαιωνική ελληνική ἀνθιβόλιον[1] [2] / ἀντιβόλαιον / ἀθηβόλαιον / ἀντιβόλιν / ἀντίβολιν / ἀθιβόλιν < ελληνιστική κοινή ἀντίβολον[3] < αρχαία ελληνική ἀντιβάλλω < βάλλω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθίβολο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ανθίβολαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ἀντιβόλαιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  3. ἀντίβολον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.