ανθρωπεμπορία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωπεμπορία οι ανθρωπεμπορίες
      γενική της ανθρωπεμπορίας των ανθρωπεμποριών
    αιτιατική την ανθρωπεμπορία τις ανθρωπεμπορίες
     κλητική ανθρωπεμπορία ανθρωπεμπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθρωπεμπορία < ανθρωπ- + -εμπορία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.θɾo.pem.boˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θρω‐πε‐μπο‐ρί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθρωπεμπορία θηλυκό

  1. η δουλεμπορία
  2. η σωματεμπορία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]