αντιπαγοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντιπαγοποίηση | οι | αντιπαγοποιήσεις |
γενική | της | αντιπαγοποίησης* | των | αντιπαγοποιήσεων |
αιτιατική | την | αντιπαγοποίηση | τις | αντιπαγοποιήσεις |
κλητική | αντιπαγοποίηση | αντιπαγοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιπαγοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπαγοποίηση < αντι- + παγοποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική de-icing)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπαγοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπαγοποίηση
|