αποπαγοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποπαγοποίηση | οι | αποπαγοποιήσεις |
γενική | της | αποπαγοποίησης* | των | αποπαγοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποπαγοποίηση | τις | αποπαγοποιήσεις |
κλητική | αποπαγοποίηση | αποπαγοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποπαγοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποπαγοποίηση < απο- + παγοποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική de-icing)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποπαγοποίηση θηλυκό
- η διαδικασία απομάκρυνσης του πάγου από μια επιφάνεια (π.χ. στα φτερά ενός αεροπλάνου)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποπαγοποίηση
|