αντιρρευματικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αντιρρευματικά
      γενική των αντιρρευματικών
    αιτιατική τα αντιρρευματικά
     κλητική αντιρρευματικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιρρευματικά < ουδέτερο του αντιρρευματικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antirheumatic < ἀντί + αρχαία ελληνική ῥευματικός < ῥεῦμα < ῥέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιρρευματικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αντιρρευματικά