αντιτείχισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιτείχισμα < αρχαία ελληνική ἀντιτείχισμα < ἀντιτειχίζω < τεῖχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιτείχισμα ουδέτερο
- κατασκευή που χρησιμεύει για να στηρίζει και να ενισχύει τη στατικότητα και την αντοχή μιας άλλης κατασκευής ή ενός άλλου τείχους