αποκανονικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκανονικοποίηση | οι | αποκανονικοποιήσεις |
γενική | της | αποκανονικοποίησης* | των | αποκανονικοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποκανονικοποίηση | τις | αποκανονικοποιήσεις |
κλητική | αποκανονικοποίηση | αποκανονικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκανονικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποκανονικοποίηση < απο- + κανονικοποίηση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποκανονικοποίηση θηλυκό
- αναίρεση της κανονικοποίησης, άρση της κανονικότητας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποκανονικοποίηση
|