απονήωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απονήωση οι απονηώσεις
      γενική της απονήωσης* των απονηώσεων
    αιτιατική την απονήωση τις απονηώσεις
     κλητική απονήωση απονηώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απονηώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απονήωση < απο- + ναῦς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απονήωση θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]