απροσμέτρητο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απροσμέτρητο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απροσμέτρητος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απροσμέτρητο ουδέτερο
- (λόγιο) κάτι που δεν μπορεί να προσμετρηθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απροσμέτρητο