αρεοπαγίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρεοπαγίτισσα < αρεοπαγίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾe.o.paˈʝi.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρε‐ο‐πα‐γί‐τισ‐σα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρεοπαγίτισσα θηλυκό
- (νομικός όρος) θηλυκό του αρεοπαγίτης
- ※ Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πληροφορίες, ισοψήφησαν με 15 ψήφους η αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου (…) και η αρεοπαγίτισσα (…), ενώ τρίτη με 13 ψήφους αναδείχθηκε η αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου (…). Ακολούθησαν κατά σειρά ο αρεοπαγίτης (…), η αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου (…) και η αρεοπαγίτισσα (…). (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρεοπαγίτισσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισσα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)