αρκτικόσαυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρκτικόσαυρος οι αρκτικόσαυροι
      γενική του αρκτικόσαυρου
αρκτικοσαύρου
των αρκτικόσαυρων
αρκτικοσαύρων
    αιτιατική τον αρκτικόσαυρο τους αρκτικόσαυρους
αρκτικοσαύρους
     κλητική αρκτικόσαυρε αρκτικόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

αρκτικόσαυρος < Αρκτική + -όσαυρος ή -ο- + -σαυρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρκτικόσαυρος αρσενικό

  • (ανεπίσημο) αρκτικός δεινόσαυρος, οποιοσδήποτε δεινόσαυρος ασχέτως είδους που βρέθηκε στην Αρκτική Ζώνη ή σε περιοχή που παλαιότερα υπαγόταν σε αυτήν (λόγω της μετακίνησης των πλακών)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]