αρλούμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρλούμπα | οι | αρλούμπες |
γενική | της | αρλούμπας | — | |
αιτιατική | την | αρλούμπα | τις | αρλούμπες |
κλητική | αρλούμπα | αρλούμπες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρλούμπα < πιθανόν παραφθορά της ιταλικής λέξης, burla (ανόητος) ή της φράσης alla burla (για πλάκα)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾˈlum.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐λού‐μπα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρλούμπα θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό) ανοησία, κουταμάρα, οποιαδήποτε πράξη, κατασκευή ή ακόμα και λόγος που στερείται κάποιας αξίας ή είναι κενό ουσίας
- ωχ, ο Νίκος ήπιε πολύ και άρχισε πάλι τις αρλούμπες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αρλούμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας