αρτεσιανό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρτεσιανό ουδέτερο του αρτεσιανός
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Κατά το Μεσαίωνα, πολλά αρτεσιανά φρέατα ανοίχτηκαν από μοναχούς της επαρχίας Αρτουά (Αρτεσία) της Γαλλίας, απ` όπου πήρε και το όνομα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρτεσιανό ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρτεσιανό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αρτεσιανό
- αιτιατική ενικού του αρτεσιανός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αρτεσιανός